accrued$93788$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

accrued$93788$ - translation to ελληνικό

IN FINANCE, ADDING TOGETHER OF INTEREST OR DIFFERENT INVESTMENTS OVER A PERIOD OF TIME
Accrual basis accounting; Accruals Concept; Accrual accounting; Accrued Expense; Accrued revenue; Accrue; Accrued benefit; Accrued benefits; Accrued Benefits; Accruals; Accrual basis; Accrued expense; Accrued income; Accrued Revenue; Acrrual; Accrued expenses

accrued      
adj. δεδουλευμένος
accrued liabilities         
δεδουλευμένες υποχρεώσεις

Ορισμός

accrue
(accrues, accruing, accrued)
1.
If money or interest accrues or if you accrue it, it gradually increases in amount over a period of time. (BUSINESS)
I owed ?5,000-part of this was accrued interest...
If you do not pay within 28 days, interest will accrue...
Officials say the options will offer investors a longer time in which to accrue profits.
= accumulate
VERB: V-ed, V, V n
2.
If things such as profits or benefits accrue to someone, they are added to over a period of time. (FORMAL)
...the expectation that profits will accrue.
...a project from which considerable benefit will accrue to the community...
VERB: V, V to n

Βικιπαίδεια

Accrual

In finance, an accrual (accumulation) of something is the adding together of interest or different investments over a period of time.